Από το 1989, που βρισκόμουν στο γραφείο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης στη Θεσσαλονίκη και μέχρι το 2003, που με την Emma Parker ιδρύσαμε τη hyphen, είδα να εκτυλίσσεται η «χρυσή εποχή» των κέντρων ξένων γλωσσών. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η χώρα είχε περί τις 9.000 κέντρα ξένων γλωσσών, ένα σε κάθε γωνία, ενώ η βιομηχανία του Lower και του Proficiency είχε άνετα φτάσει στην Ελλάδα και την Κύπρο το 1,7 δις ευρώ.
Υπήρχε, όμως, παράλληλα μια νέα πραγματικότητα που αναδυόταν, με μια Ευρώπη όλο και πιο συγχωνευμένη και ανοιχτή και με το διαδίκτυο να ενώνει τον κόσμο σε ένα τεράστιο οικονομικό χωριό. Σημάδια της νέας αυτής πραγματικότητας στάθηκαν το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς στην Εκπαίδευση του 1998, καθώς και η Κοινοτική Οδηγία 123 του 2006, με σαφή χρονικά όρια εναρμόνισης για τα κράτη-μέλη. Όσο ελαστικές και αν ήταν οι κοινοτικές υποχρεώσεις μας, η πραγματικότητα έτρεχε και οδηγούσε σε μια de facto εγκαθίδρυση της αγγλικής ως κοινής γλώσσας στην Ευρώπη και στην ανάδειξη νέων εκπαιδευτικών αναγκών σε επίπεδο δεξιοτήτων. Η Στρατηγική της Μπολόνια και το Agenda 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν τη νέα εκπαιδευτική πολιτική στην Ευρώπη, τόσο στην τυπική, όσο και στη μη τυπική εκπαίδευση.
Τα κέντρα ξένων γλωσσών είχαν φύγει προ πολλού από τον χαρακτήρα του φροντιστηρίου ενισχυτικής διδασκαλίας της ξένης γλώσσας. Πρωτογενώς τάχθηκαν και προσηλώθηκαν στα πιστοποιητικά των ξένων πανεπιστημίων, τα οποία «αναγνώριζε» το ελληνικό κράτος ως ο κυρίαρχος υποψήφιος εργοδότης. Κίνητρο, επίσης, έδινε το γεγονός ότι ο κάτοχος του Proficiency αποκτούσε, αν ήθελε, την επάρκεια διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας στον ιδιωτικό τομέα (ελληνική πρωτοτυπία), ενώ ως τίτλοι γλωσσομάθειας αναγνωρίζονταν και από ξένα πανεπιστήμια ως τυπικά προσόντα υποψήφιων σπουδαστών. Έτσι, ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει οικογένεια με παιδιά στην Ελλάδα που δε θα τα στείλει σε κάποιο κέντρο ξένων γλωσσών για την απόκτηση ενός από τους επιθυμητούς τίτλους. Ή μήπως δεν είναι πλέον έτσι;
Ερχόμενοι όλο και πιο κοντά στην εναρμόνιση με τις σχετικές κοινοτικές οδηγίες, ακόμη και αν αποτελεί σημείο τριβής, είμαστε κοντά στην κατάργηση της επάρκειας διδασκαλίας με αυτά τα πιστοποιητικά. Επιπλέον, τα ξένα πανεπιστήμια ζητούν τα πιστοποιητικά αυτά να έχουν «ηλικία» το πολύ δύο χρόνια. Η πιο σημαντική αλλαγή, όμως, είναι ότι ο πιο δημοφιλής εργοδότης, το ελληνικό κράτος, έχει αναδειχθεί στον λιγότερο δημοφιλή εργοδότη εξαιτίας της κρίσης. Τα διεθνή εκπαιδευτικά ιδρύματα εκτιμούν περισσότερο τα συστήματα αξιολόγησης ροής (TOEFL, IELTS, GMAT, κλπ.), καθώς αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα πραγματικότητα στην ικανότητα χρήσης της γλωσσικής δεξιότητας. Αυτό σημαίνει ότι η ξένη γλώσσα, όπως διδάσκεται στα δημόσια σχολεία, υπερεπαρκεί, για να δημιουργήσει μια βάση γνωστικού φορτίου, ώστε ο υποψήφιος να εξειδικευτεί για μερικούς μήνες ή λίγα χρόνια στο μοντέλο αξιολόγησης που σύντομα θα τον ενδιαφέρει. Ήρθε, λοιπόν, το τέλος των κέντρων ξένων γλωσσών;
Ή μήπως ήρθε η στιγμή η γλώσσα να διδαχθεί στην πραγματική της φύση, ως όχημα επικοινωνίας και αποκομιδής γνωστικού φορτίου με διεπιστημονικό περιεχόμενο; Όλο και περισσότερα κέντρα ξένων γλωσσών ή δια βίου μάθησης εμπλουτίζονται με τον χαρακτήρα του εκπαιδευτικού κέντρου STEAM (Science, Technology, Engineering, Arts, Maths), με τα μαθήματα να λαμβάνουν χώρα σε curricula εκτός εθνικών συστημάτων παιδείας, στην αγγλική γλώσσα και με περιεχόμενο που αντλείται κατά τις υποδείξεις των ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και της αγοράς.
Οι Ελαιώνες της the αriston project ήταν τα πρώτα κέντρα μη τυπικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και την Κύπρο που ενέταξαν ύλη STEAM στα προγράμματα Young Pioneers και ROIEDU Global Skills. Σήμερα, όλο και περισσότερα κέντρα ξένων γλωσσών και δια βίου μάθησης υιοθετούν το μοντέλο μη τυπικής εκπαίδευσης των Ελαιώνων.