ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ «Η ΥΦΗΛΙΟΣ ΥΠΟΚΛΙΝΕΤΑΙ» ΚΑΙ Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΑΡΑ-ΕΞΟΥΣΙΑ

Μία από τις πλέον τραυματικές εμπειρίες που είχε η Αγγλίδα σύζυγός μου στην Ελλάδα, ήταν ένα περίπου χρόνο αφού μετακόμισε στη χώρα μας, και μόλις είχαμε μπει στο διαμέρισμα που αγοράσαμε. Ένα σοβαρό ιατρικό περιστατικό στη γειτονιά μας έκλεινε το δρόμο μπροστά από το σπίτι μας με τηλεοπτικά και δημοσιογραφικά συνεργεία για μέρες, με διαστάσεις πραγματικής πολιορκίας, εξωφρενικής πίεσης στους γείτονές μας, οι οποίοι υπέφεραν, και αγενούς, σε ανυπόφορο βαθμό, κατάληψης κάθε ζωτικού χώρου γύρω από το τετράγωνό μας μέχρι πολύ μετά τα μεσάνυχτα. Όλος αυτός ο πόλεμος γινόταν για να «πιάσουν στα πράσα» κάποιον από την οικογένεια που υπέφερε και να τον ανακρίνουν εξαντλητικά. Και θα μου πείτε πού το ήξερα… Μα, μια από αυτές τις ημέρες, η γυναίκα μου επέστρεφε μόνη από τη δουλειά, πάρκαρε το αυτοκίνητο με πολλή δυσκολία στην πυλωτή και προχωρώντας προς την είσοδο, στα σκοτεινά, δέχθηκε ένα δυνατό σπρώξιμο που την πέταξε στον τοίχο, είδε μια νέα γυναίκα να τσιρίζει και να της προτείνει επιθετικά ένα μικρόφωνο στο πρόσωπο και ένας κάμεραμάν από πίσω την τύφλωσε στο πρόσωπο με ένα εκτυφλωτικό φορητό φωτιστικό. Η σύζυγός μου δεν ήξερε ακόμα ελληνικά και πάτησε τα κλάμματα, κάτι που έκανε το συνεργείο ακόμη πιο επιθετικό, μέχρι να καταλάβουν ότι είχαν λάθος άτομο και να φύγουν, χωρίς να ζητήσουν καν ένα «συγγνώμη».

Χρόνια αργότερα, και έχοντας ήδη ιδρύσει από καιρό την εταιρεία μας, αποφασίσαμε να ιδρύσουμε ένα γραφείο τύπου με στελέχωση ενός υπευθύνου τύπου, εξαιρετικό δημοσιογράφο, και τους βοηθούς που εκείνους θα επέλεγε. Στόχος ήταν, μέσα στην κρίση, να κρατάμε με τακτικότητα ενημερωμένο το κοινό μας για τις μικρές και μεγάλες κατακτήσεις της εταιρείας μας, πραγματικά πιστεύοντας, κατά την ενθάρρυνση των υπευθύνων τύπου, ότι κάτι τέτοιο ενέπνεε την αγορά στους δύσκολους καιρούς που περνούσαμε. Και η αλήθεια είναι ότι οι κινήσεις ήταν σοβαρές, τα κείμενα ακριβή και ενημερωτικά και πολλές φορές εμψυχωτικά. Ο δημοσιογραφικός λόγος ήταν έμμετρος. Προβήκαμε σε καναδύο συνεντεύξεις τύπου, μεσολάβησε η δημοσιότητα από την έκδοση καναδυό βιβλίων μου, γνωρίσαμε ομάδες δημοσιογράφων από τους κύκλους των δικών μας υπευθύνων τύπου, άρα ανθρώπους ίδιου επιπέδου επαγγελματισμού και ακεραιότητας. Είδαμε αξιοπρεπείς δημοσιεύσεις σε έγκριτα φύλλα και έδωσα κάποιες συνεντεύξεις με ερωτήσεις δημοσιογράφων που κολάκευαν την αισθητική μου και την ιδεολογία μου. Ακολούθησαν δύο κύκλοι τακτικών ραδιοφωνικών εκπομπών, στις οποίες παρείχα πρωτότυπο και πρωτογενές δικό μου εκπαιδευτικό περιεχόμενο, και τις οποίες χορηγούσε οικονομικά η εταιρεία μου. Κοινώς, αγοράζαμε το χρόνο και την εκπομπή. Ήμουν ήσυχος, εμπορικό προϊόν για την προβολή του περιεχομένου της εταιρείας, αντί, για παράδειγμα, να πληρώνω μόνο κάποια ραδιοφωνικά σποτ. Όλα έβαιναν καλώς!

Κάποια στιγμή, η αυτιστική μου παρατηρητικότητα, άρχισε να εισπράττει κάποια παράσιτα στη συχνότητα της αγοράς που είχαμε καλλιεργήσει. Άρχισα να δέχομαι στον προσωπικό μου λογαριασμό στο Facebook ριπές αιτημάτων φιλίας από ανθρώπους, πολλοί από αυτούς δημοσιογράφοι, κυρίως από Αθήνα, αλλά και από όλη την επικράτεια και την Κύπρο, τους οποίους δεν γνώριζα. Θυμάμαι ήμουν διακοπές με την οικογένειά μου, και με αφέλεια, στα πρώτα αιτήματα έστειλα μήνυμα «από πού γνωριζόμαστε και πώς μπορώ να φανώ χρήσιμος». Δεν μπορώ να αναφερθώ καν στην ποικιλότητα των επιθετικών και δημοσιογραφικά σαρκαστικών απαντήσεων που πήρα. Ταυτόχρονα, άρχισα να εντοπίζω αναπαραγωγή περιεχομένου μου με μικρές τροποποιήσεις από «δημοσιογράφους» σε διάφορες γνωστές και άγνωστες ιστοσελίδες, κυρίως της περιφέρειας. Στην συνέχεια και με αυξανόμενη συχνότητα έβλεπα πληροφορίες της προσωπικής μου δουλειάς και κυρίως της εταιρείας μου που ανακοινώνονταν σε έγκριτα μέσα, να επαναδιατυπώνονται με στοιχεία υπερβολής σε σημείο παραποίησης. Ενδεικτικά θα αναφέρω ότι έγκυρη πληροφορία κατά την οποία «η εταιρεία απασχολεί περί τα πενήντα στελέχη στη Θεσσαλονίκη και πάνω από τριακόσιους τακτικούς συνεργάτες σε διάφορες χώρες του κόσμου», επαναδιατυπωνόταν ως «ο διεθνής παίκτης με πάνω από τριακόσιους υπαλλήλους και γραφεία σε δώδεκα χώρες!!!», ή η έγκυρη πληροφορία ότι «το προϊόν μας φτάνει μέσω των διεθνών συνεργασιών μας σε πάνω από εβδομήντα χώρες» επαναδιατυπωνόταν «η εταιρεία με σούπερ πωλήσεις σε όλο το διεθνές στερέωμα», ενώ ακόμη και η πιστοποίσή μας από βρετανική δεξαμενή τεχνογνωσίας, μετατράπηκε σε «εταιρεία που ξεφτίλισε τα ISO». Κάπου εκεί χτύπησε συναγερμός στο κεφάλι μου και άρχισα ενεργά να συζητώ το φαινόμενο, τόσο στην εταιρεία, όσο και με δημοσιογράφους στο περιβάλλον. Γενικά εισέπραττα καθησυχασμό, καθώς «δεν έλεγαν ψέματα, αλλά επαναδιατύπωναν την αλήθεια με τρόπο που πουλάει λόγω ανταγωνισμού των μέσων (η εντύπωση) και που εμπνέει την αγορά σε καιρούς κατήφειας». Μπορούσα όμως να δω και τον προβληματισμό στο βλέμμα του έγκριτου δημοσιογράφου που ηγείτο του γραφείου τύπου μας, τον οποίο και εμπιστευόμουν και εμπιστεύομαι ως προς την δημοσιογραφική του κρίση, κι ας μην έσπευδε σε άμεση κριτική.

Με τον καιρό αυξήθηκε και η συχνότητα προσκλήσεων για να μιλήσω σε συνέδρια και διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι ομιλίες αυτές, πολύ συχνά, ακολουθούνταν από επισκέψεις-έκπληξη στο γραφείο μου, από διάφορους ειδικούς της δικτύωσης, επιστήμονες, γνωστούς γνωστών, οι οποίοι με μπέρδευαν. Ζήτημα αν κατάλαβα το πραγματικό αντικείμενο των επισκέψεων αυτών. Αντί να με ρωτήσουν για το περιεχόμενο και το θέμα που είχα πραγματευτεί, δεχόμουν ευγενικές ανακρίσεις αναφορικά με το βιογραφικό μου, κάποιες φορές αδιάκριτες ερωτήσεις για οικογενειακά ζητήματα, μέχρι που μια φορά κατά την επίσκεψη γνωστού πανεπιστημιακού καθηγητή, του οποίου το όνομα δεν είχε τύχει να ακούσω πρωτύτερα, ξέφυγε μια άκομψη ερώτηση, η οποία μπορούσε να επιδεχθεί απάντησης μόνο με σκανδαλογόνο περιεχόμενο. Και τότε έκανα μια παύση…

Όλη αυτή η εξέλιξη μου είχε δημιουργήσει πρωτόγνωρες συναισθηματικές αποστροφές. Είχα συλλάβει τον εαυτό μου να αισθάνεται διαρκώς ανασφαλής και εκτεθειμένος, μην τυχόν και κάποια νέα επαναδιατύπωση συγκρουστεί με κάποια παλαιότερη, μην τυχόν δεν είναι ακριβής, καθώς είμαι αυτιστικά ταγμένος στη συνέπεια, και από την άλλη ένιωθα ότι είχα αρχίσει να ξιπάζομαι και να κολακεύομαι σε βαθμό που η επιχειρηματική μου κρίση άρχισε να θολώνει. Δεχόμουν πολύ ευκολότερα να δημιουργήσω υπεράριθμες θέσεις εργασίας με το σκεπτικό ότι επιτελώ κοινωνικό έργο σε καιρούς brain drain, οι προϊστάμενοι στην εταιρεία μετατρέπονταν σε μάνατζερ υπεράριθμων τμημάτων, χωρίς να προλάβουν να εξειδικευτούν στη διαχείριση των νέων κέντρων κόστους τους, άρχισε το πλοίο να μπάζει κι εγώ να πέφτω σε κατάθλιψη.

Τον ίδιο καιρό, άξιο παιδί υπαλλήλου μου πέτυχε την εισαγωγή του σε ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο με υποτροφία και βίωσα από κοντά και από τα λεγόμενα του γονέα στους συναδέλφους όλο το βιασμό που το εν λόγω παιδί δέχτηκε. Υπήρξα μάρτυρας σε τηλεφωνήματα έντασης για την πίεση που ένα συνεσταλμένο παιδί δεχόταν, όπως η οικογένεια στην αρχή του άρθρου με το ιατρικό πρόβλημα, να δώσει συνεντεύξεις.

Έφυγα για μία εβδομάδα και με καθαρό μυαλό κατανόησα ότι υπάρχει δημοσιογραφία και παραδημοσιογραφία, όπως παιδεία και παραπαιδεία, ιατρική και παραϊατρική. Και όπως η παραπαιδεία και η παραϊατρική διαθέτουν την απαραίτητη κρίσιμη μάζα αποδεκτών και ανθίζουν, έτσι και η παραδημοσιογραφία τροφοδοτεί το κατάλληλο κοινό, μόνο που στην περίπτωση αυτή το κοινό είναι τεράστιο. Ακολούθησα τον κύκλο επανίδρυσης, τόσο της προσωπικής μου κατάστασης, όσο και της εταιρείας, με τους όρους, τους ρυθμούς και τις τεχνικές που διδάσκω στους εκπαιδευόμενούς μου για τη διαχείριση κρίσης. Ενεργοποίησα μια περίοδο ελεγχόμενης εσωστρέφειας και εταιρικής «δίαιτας», ή καλύτερα «επανορθωτικής νηστείας» και με αυστηρή διαχείριση των κέντρων κόστους και των «εσωτερικών νευρώσεων» της εταιρείας, μας πήρε δύο εξαιρετικά δημιουργικά χρόνια εξυγίανσης.

Έχοντας έτσι και αλλιώς από πολλά χρόνια πάψει να παρακολουθώ τηλεόραση, αποφάσισα ότι ο χώρος της παραδημοσιογραφίας είναι εξαιρετικά ναρκισσιστικός (αν όχι ψυχοπαθής), και ακολούθησα κατ’ αναλογίαν τις συμβουλές που θα μου έδινε ένας ψυχοθεραπευτής, αν ήμουν ο κακοποιημένος σε μια κακοποιητική σχέση. Αποφάσισα να σμιλέψω ένα προφίλ που δεν θα ήλκυε πια το ενδιαφέρον του κακοποιητή, ώστε να στραφεί αλλού. Παράλληλα, και με σαφή γνώση του «ναρκισσιστικού ταγκό» ασχολήθηκα πολύ και με τις δικές μου αδυναμίες που άνοιξαν την πόρτα σε κακοποιητικές προσεγγίσεις και δυνάμωσα. Και η εταιρεία και εγώ, στο λυκόφως είμαστε υγιέστεροι, απ’ ότι στο κέντρο της προσοχής.

Με τον καιρό, ευαισθητοποιημένος στην κακοποίηση της αγέλης, παρατηρούσα με ενδιαφέρον την κακοποίηση που επιχειρούταν, με ή χωρίς «τσίμπημα του δολώματος», σε πολλές περιπτώσεις στα ηλεκτρονικά κοινωνικά μέσα. Από επιχειρηματίες με συγγραφική δραστηριότητα, όπως εγώ, μέχρι λαμπρούς νέους με ακαδημαϊκές ή καλλιτεχνικές επιτυχίες. Το μοτίβο σε όλες τις περιπτώσεις ήταν το ίδιο, και για να μην το ονομάσω το φαινόμενο «ζόμπι», το ονόμασα το φαινόμενο «η υφήλιος υποκλίνεται…»

Και η αλήθεια είναι ότι μικρής εμβέλειας γεγονότα, αλλά σπουδαία ως ατομικά πονήματα, μια έκθεση μαθητή που βραβεύτηκε, μια κατασκευή ρομποτικής με δυνατότητα διευκόλυνσης αναπήρων, μια έρευνα που διενεργήθηκε από πολλούς, αλλά και από νέους Έλληνες, αναγόταν σε αντικείμενο στο οποίο «η υφήλιος υποκλίνεται στον Έλληνα που…». Έμπαινα στη θέση του κάθε παιδιού, ή του κάθε πονεμένου (σαν και μένα) που από το σκοτάδι της ασημαντότητάς του, διάβαζε ότι «η υφήλιος του υποκλινόταν» και σκεφτόμουν πόσο δυνατό άραγε να ήταν για έναν μη αυτιστικό να αναρωτηθεί «αλήθεια υποκλίνεται η υφήλιος; Πού το είδαν αυτό; Να χαρώ;» Αντιθέτως, ταπεινά κολακευμένοι μάλλον θα σκέφτονταν ότι οι (παρα)δημοσιογράφοι μάλλον γνωρίζουν καλύτερα, και αν κανείς δεν τους αμφισβητεί αυτούς, γιατί να μη χαρούν το δώρο της δημοσιότητας, όσο είναι εκεί… Κι έτσι αρχίζει η σπειροειδής κάθοδος και ο εγκλωβισμός στα δημοσιογραφικά ειρημένα.

Αναγνωρίζω την ευθύνη του υποκειμένου, και γνωρίζω ότι όλα εξαρτώνται από δικές μας αποφάσεις και έτσι είμαστε υπόλογοι για τις συνέπειες. Από την άλλη όμως, οι προσδοκίες από το περιβάλλον για καταξίωση και οι Σειρήνες με την κολακία τους ασκούν τεράστια ισχύ στην ανθρώπινη ψυχή. Κάθε στιγμή διαθέτει τη δική της δύναμη και τις δικές της προδιαγραφές για το πόσο ένας άνθρωπος θα αντιληφθεί ότι έχει παραστρατήσει, και είναι ακραία κακοποιητικό το κοινό που χειροκροτούσε να τον σταυρώνει, λες και το κοινό αυτό δεν είχε ποτέ την ευθύνη της ανάδειξης ή της απόφασής του να χειροκροτήσει. Και είναι άδικο το ότι, αν το σκεφτούμε καλά, το κοινό χειροκροτά όχι για να συγχαρεί, αλλά για να καρπωθεί την επιτυχία του άλλου. Αν «η υφήλιος υποκλίνεται στον Έλληνα ερευνητή», ο συνέλληνας αναγνώστης χειροκροτά για να καρπωθεί ως «συνέλληνας» την επιτυχία του «αδερφού» του, απέναντι στον πρωτόγονο ξένο, παραδείγματος χάριν. Κάνει την επιτυχία του άλλου δική του, και νιώθει με τα κλοπιμαία ανώτερος απέναντι στον ξένο. Αν προκύψει ότι η είδηση είναι παραπλανητική, καθιστά τον τέως επιτυχόντα «κάλπικο» και έτσι ο ίδιος γίνεται «ανώτερος» για άλλη μια φορά και τιμωρητικός. Και δεν είναι σημείο των καιρών. Είναι στην ανθρώπινη φύση να ψάχνει αποδιοπομπαίους τράγους, Σωκράτες να καταδικάζουν με κώνειο, πόρνες να πετάνε λίθους, Χριστούς να φωνάζουν «σταύρωσον»… Είμαστε όλοι Φαρισαίοι…

Και είμαστε και αδύναμοι… Έχουμε ανάγκη τέσσερις εξουσίες για να παίρνουν αποφάσεις για εμάς… Για να ψηφίζουμε αριστερά, και μετά δεξιά, και μετά πλαγίως, να βολεύουμε τα παιδιά μας και μετά να τους βάζουμε φυλακή. Για να ψηφίζουμε Grexit και Brexit, και μετά να σφυρίζουμε με απορία για το «ποιος τους ψήφισε». Να το παίζουμε αφεντικά με χρήματα άλλων, και όταν μας ζητηθεί ο λογαριασμός να είμαστε θιγμένοι βαθύτατα και επιθετικά. Να απολαμβάνουμε υγείας σε μια εμβολιασμένη κοινότητα, θεωρώντας τα παιδιά μας entitled να εξαιρούνται από τα ρίσκα του κάθε εμβολιασμού. Να βλέπουμε «αφ’ υψηλού την υφήλιο να υποκλίνεται» στον «αδελφό συνέλληνα» και την κατάκτησή του, ενώ πριν υποκλιθεί η υφήλιος είναι παλιόμαυρος Νιγηριανός. Πολλά μέτρα, πολλά σταθμά και τελικά, το μόνο που συμβαίνει, είναι το δυσαναπλήρωτο κενό μέσα στον καθένα, από την αγάπη που δεν πήρε, γιατί όταν έπρεπε να την πάρει για να γεμίσει τις από προδιαγραφές μεγάλες δεξαμενές του, ο γονιός και η κοινωνία γεμίζανε τις δικές τους κενές δεξαμενές, γιατί κι εκείνες είχαν μείνει άδειες, και πάει λέγοντας.

Αν αυτόν που παραστράτησε τον πιάσουμε να μην πέσει, τον καταλάβουμε, του θέσουμε όρια και τον αγκαλιάσουμε, θα εκπλαγούμε με το πόσο θα γεμίσουν και οι δικές μας δεξαμενές. Και τότε δεν θα χρειαζόμαστε καμιά υφήλιο να υποκλιθεί και καμιά τέταρτη παραεξουσία να πιστοποιήσει οτιδήποτε…